- βραχύδρομος
- βρᾰχῠ-δρομος, ον,A running a short way, X.Cyn.5.21 ([comp] Sup.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βραχύδρομος — βραχύδρομος, ον (Α) αυτός που τρέχει λίγο, που δεν μπορεί να τρέξει πολύ … Dictionary of Greek
βραχυδρομώτατοι — βραχύδρομος running a short way masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)